- ἀνατρέφεται
- ἀνατρέφωbring uppres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάθρεμμα — το (Α ἀνάθρεμμα) [ἀνατρέφω] αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από κάποιον, θρέμμα, τέκνο, παιδί νεοελλ. ανατροφή, διαπαιδαγώγηση … Dictionary of Greek
αναθρεπτός — και φτός, ή, ό [ανατρέφω] 1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από μικρή ηλικία από ξένη οικογένεια σαν δικό της παιδί α) το αρσ. ως ουσ. ο αναθρεφτός ο μη πραγματικός γιος, ψυχογιός, ψυχοπαίδι β) το θηλ. ως ουσ. η αναθρεφτή η μη πραγματική κόρη … Dictionary of Greek
ετερότροφος — η, ο (Α ἑτερότροφος, ον) αυτός που τρέφεται ή ανατρέφεται κατά διαφορετικό τρόπο νεοελλ. 1. βοτ. (για φυτά) αυτά που τρέφονται όχι σύμφωνα με τη φύση, αλλά παρασιτικά από άλλα οργανικά σώματα 2. βιολ. οι οργανισμοί (ζώα ή φυτά) που τρέφονται από… … Dictionary of Greek
κοπροαναθρεμμένος — κοπροαναθρεμμένος, η, ον (Μ) αυτός που ανατρέφεται και ζει στην κοπριά … Dictionary of Greek
ορεσκώος — ὀρεσκῷος και ὀρεσκόος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, βουνήσιος 2. (ειδ. για τους κενταύρους) άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό ὀρεσ (< ὄρος* [II], πρβλ. ὀρέσβιος), ενώ το β συνθετικό ανάγεται στην… … Dictionary of Greek
τροφέας — ο / τροφεύς, έως, ΝΜΑ αυτός που παρέχει τροφή σε κάποιον νεοελλ. συνεκδ. γονέας αρχ. 1. θετός πατέρας 2. (για γυναίκα) τροφός, παραμάννα 3. (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου 4. αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
Ερωφίλη — Θεατρικό έργο (τραγωδία) του Γεωργίου Χορτάτζη. Γράφτηκε περίπου το 1600, ενώ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1637 με την επιμέλεια του Κύπριου Ματθαίου Κιγάλα. Αποτελείται από 3.067 στίχους και έχει 5 πράξεις, στις οποίες παρεμβάλλονται 4 μουσικά… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
αναθρεφτός — ή, ό αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από κάποιον: Το παιδί από δω είναι αναθρεφτός μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)